- καμπτικός
- καμπτικός, -ή, -όν (Α) [καμπτός]1. αυτός που κάμπτεται εύκολα, ο εύκαμπτος2. (μτφ. για φωνή) εύστροφος3. αυτός που γίνεται κατά την κάμψη («κίνησις ή καμπτική», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμπτικόν — καμπτικός bending masc acc sg καμπτικός bending neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτικοῖς — καμπτικός bending masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτικήν — καμπτικός bending fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)